- καρυηρά
- καρυηρόςnut-likeneut nom/voc/acc plκαρυηρά̱ , καρυηρόςnut-likefem nom/voc/acc dualκαρυηρά̱ , καρυηρόςnut-likefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρυηρός — καρυηρός, ά, όν (Α) 2. αυτός που μοιάζει με καρύδι («καρυηρὰ σπέρματα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. ηρός (πρβλ. αιματ ηρός, οσμ ηρός)] … Dictionary of Greek